- τζιτζίμπερη
- η, Νβοτ.1. το φυτό ζιγγίβερι2. η ρίζα τού φυτού αυτού, από την οποία παράγεται αεριούχο ποτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginger beer, ονομ. τού ποτού που παράγεται από το εν λόγω φυτό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.